πολύστεγον

πολύστεγον
πολύστεγος
with many ceilings
masc/fem acc sg
πολύστεγος
with many ceilings
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοντομέσοδμος — ον, ουδ. και πεντηκονταμέσοδμον, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (για οίκημα) αυτός που αποτελείται από πενήντα θαλάμους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκονταμέσοδμον «πολύστεγον αἱ γὰρ μεσόδμαι στέγαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μεσόδμη «δοκός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”